- βωμία
- βωμίᾱ , βώμιοςof an altarfem nom/voc/acc dualβωμίᾱ , βώμιοςof an altarfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βωμίαν — βωμίᾱν , βώμιος of an altar fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφημαι — ἔφημαι (Α) (παθ. παρακμ. που χρησιμοποιείται ως ενεστ.) 1. είμαι τοποθετημένος ή κάθομαι πάνω ή κοντά σε κάτι («κληΐδεσσιν ἐφήμενοι», Ομ. Οδ.) 2. κάθομαι ως ικέτης κοντά σε άγαλμα θεού (α. «βρέτας ἐφήμενος», Αισχύλ. β. «βωμία ἐφημένη» καθισμένη… … Dictionary of Greek